ἀρνήσιμος

ἀρνήσιμος
ἀρν-ήσιμος, ον,
A to be denied,

τούτων δ' οὐδέν ἐστ' ἀ. S.Ph.74

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρνήσιμος — ἀρνήσιμος, ον (Α) [άρνησις] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀρνήσιμον — ἀρνήσιμος to be denied masc/fem acc sg ἀρνήσιμος to be denied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”